- ανακορώνω
- 1. μετ. раздувать, разжигать;2. αμετ. разгораться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακορώνω — αναζωπυρώνομαι, ξαναθερμαίνομαι, ξαναφουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορώνω] … Dictionary of Greek